- φουλάρι
- το, Νελαφρό μακρόστενο μαντίλι τού λαιμού, συνήθως μεταξωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foulard < προβηγκιακό foulat «είδος υφάσματος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουλάρι — το (λ. γαλλ.), είδος μαντιλιού, εσάρπας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)